- τυραννάω
- μετ. тиранить, мучить;
με τυραννούν αμφιβολίες — мучиться сомнениями;
τυραννάω ιέμαι — мучиться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
με τυραννούν αμφιβολίες — мучиться сомнениями;
τυραννάω ιέμαι — мучиться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τυραννάω — / τυραννώ, τυράννησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τυραννώ — τυραννάω / τυραννώ, τυράννησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τυραννώ — τυραννῶ, έω, ΝΜΑ, και τυραννάω και τυραγνώ, άω, Ν 1. (αμτβ.) είμαι τύραννος, κυβερνώ ως τύραννος, ασκώ εξουσία τυράννου («Πεισίστρατος... ἐτυράννησε», Ξεν.) 2. (γενικά) κυβερνώ τυραννικά μια χώρα ή έναν λαό («τυραννῆσαι χθονός», Ευρ.) 3. (μτβ.)… … Dictionary of Greek